- μεγαλήτορι
- μεγαλήτωρgreatheartedmasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
STENTOR — Graecorum omnium vocalissimus, qui 50. hominum clamorem vocis magnitudine adaequabat. Homer. Il. 5. v. 784. Ε῎νθα ςτᾶσ᾿ ἤϋσε θεὰ λευκώλενος Η῞ρη Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι, χαλκεοφώνῳ, Ο᾿ς τόσον αὐδησαςχ᾿ ὅσον ἂλλοι πεντήκοντα. Iuvenal. Sat. 13 … Hofmann J. Lexicon universale
μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] … Dictionary of Greek
χαλκεόφωνος — και χαλκόφωνος, ον, Α αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό φωνος, κακό φωνος] … Dictionary of Greek